κριθῇς — κρῐθῇς , κρίνω separate aor subj pass 2nd sg κρῑθῇς , κριθάω to be barley fed pres subj act 2nd sg (doric) κρῑθῇς , κριθάω to be barley fed pres ind act 2nd sg (doric) κρῑθῇς , κριθάω to be barley fed pres subj act 2nd sg (epic ionic) κρῑθῇς … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίθης — κρί̆θης , κρίνω separate aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) κρί̱θης , κριθάω to be barley fed pres ind act 2nd sg κρί̱θης , κριθάω to be barley fed imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμιγός — ο, Ν 1. μίγμα σίτου και κριθής ή σίτου και σίκαλης 2. αλεύρι ανάμικτο από σίτο και κριθή ή σίτο και σίκαλη 3. μίγμα σπόρων κριθής και σίκαλης που σπέρνεται στο ίδιο χωράφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αρχ. επίθ. συμμιγής με σίγηση τού / … Dictionary of Greek
όλενοι — ὄλενοι κριθῆς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δεμάτια κριθῆς» … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
CONSPERSA Farina — apud Veteres latinos, farina subacta est, Graece ἄλευρον πεφυρμένον; Hesychio ἄλφιτον quoque, ita enim is interpretatur, τὸ ἀπὸ νέας κριθῆς ἢ σίιου τεφυρμένον ἄλευρον, farinam hordei aut tritici conspersam. Idem et μάζαν expoit, ἄλφιτα πεφυρμένα… … Hofmann J. Lexicon universale
JABADIU — Eoi Oceani ins. Ptol. l. 7. c. 2. Ι᾿αβαδίου, δ σημαίνει κριθῆς νῆσος. Ε᾿υφορωτάτη δὲ λέγεται ἡ νῆσος εἶναι, καὶ ἔτι πλεῖςτον χρυσὸν ποιεῖν, ἔχειν τε μητρὀπολιν ὄνομα Α᾿ργυγην` ἐπὶ τοῖς δυσμικοῖς πέρασι. Iabadiu, i. e. Faha diu sive ins. Iuva.… … Hofmann J. Lexicon universale
άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… … Dictionary of Greek
κριθοφυλακία — κριθοφυλακία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχὴ ἐπὶ τῆς ἐξαγωγῆς τῆς κριθῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φυλάκια (< φύλαξ), πρβλ. βιβλιο φυλακία, νυχτο φυλακία] … Dictionary of Greek
κυλλάστις — κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, ιος, ὁ (Α) είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῑνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ.… … Dictionary of Greek